- ηρωίνη
- η(λ. γαλλ.), είδος ναρκωτικού: Παίρνει δόσεις ηρωίνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἡρωίνη — heroine fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νη , ἡρωίνη heroine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωίνῃ — ἡρωίνη heroine fem dat sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νῃ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρωίνη — Κοινή ονομασία της διακετυλομορφίνης, ενός αλκαλοειδούς που παρασκευάζεται με την ακετυλίωση της μορφίνης (C17M19NO3). Είναι σκόνη λευκή κακι κρυσταλλική και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ευρέως διακινούμενων ναρκωτικών παγκοσμίως. Η παράνομη… … Dictionary of Greek
ἡρωίναι — ἡρωίνη heroine fem nom/voc pl ἡρωίνᾱͅ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (doric aeolic) ἡρωί̱νᾱͅ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωινῶν — ἡρωίνη heroine fem gen pl ἡρωῑνῶν , ἡρωίνη heroine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωίναις — ἡρωίνη heroine fem dat pl ἡρωί̱ναις , ἡρωίνη heroine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωίνην — ἡρωίνη heroine fem acc sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νην , ἡρωίνη heroine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωίνης — ἡρωίνη heroine fem gen sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νης , ἡρωίνη heroine fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωῖναι — ἡρωίνη heroine fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρῴνῃσι — ἡρωίνη heroine fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)